πίσω | τύπωσε

Αγιωργίτικο σε στάση



Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στον εν Ελλάδι αμπελοοινικό χώρο, θα  έχουν ασφαλώς παρατηρήσει τη μεγάλη ανάπτυξη της οποίας έτυχε τα τελευταία χρόνια το Ξινόμαυρο. Η γηγενής αυτή ποικιλία της βορείου Ελλάδος, με κύρια καταγωγή τη Νάουσα, έχει την τελευταία δεκαετία αποκτήσει φανατικούς φίλους, όχι μόνο εντός των εθνικών συνόρων αλλά και σε αρκετά μέρη του εξωτερικού. Το Ξινόμαυρο πια είναι για τους ανά την οικουμένη ψαγμένους φίλους του οίνου μία από τις πλέον «εξωτικές» και αξιοπρόσεκτες τοπικές ποικιλίες, που οφείλει κανείς να τις παρακολουθεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σήμερα η γκάμα των κρασιών της ποικιλίας έχει όχι μόνο αναπτυχθεί ποσοτικά, μια και στην οινοποίησή της εισήλθαν νέα κτήματα, αλλά κυρίως ποιοτικά. Με πρώτη διδάξασα την Μπουτάρης Οινοποιητική και τη θρυλική πλέον Νάουσσα Μπουτάρη (στην ετικέτα αναγράφεται με δύο «σ»), αλλά και τα Νάουσσα Grande Reserve και 1879 Legacy, τα καλά Ξινόμαυρα καλά κρατούν. Στο Γιανακοχώρι της Νάουσας ο έτερος των αδελφών Μπουτάρη, γνωστός ως Κυρ-Γιάννης, που εσχάτως καταπιάστηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση, παράγει μερικά από τα πιο ιστορικά ονόματα κρασιών που έχουν να κάνουν με το Ξινόμαυρο. Το Κτήμα Κυρ-Γιάννη (παλαιότερα Γιανακοχώρι), η Ράμνιστα, αλλά και ο Διάπορος, αποτελούν ισχυρά δείγματα κρασιών της μεγάλης αυτής ποικιλίας. Είναι όμως και τα λιγότερο γνωστά σπίτια, που δίδουν υψηλότατης ποιότητας Ξινόμαυρα, δεκτικά πολυετούς παλαίωσης. Ο Δαλαμάρας με τον Παλιοκαλιά, ο Διαμαντάκος με τη Νάουσά του, ο εξαιρετικός Καρυδάς, ο «εναλλακτικός» Θυμιόπουλος με τα Νεαρά Κλήματα, το Nature και το Γη και Ουρανός, το Κτήμα Άλφα με τον Σκαντζόχοιρο και το εκπληκτικό Reserve του, το Κτήμα Μαρκοβίτης (πρώην Château Pegasus) και άλλοι μικρότεροι παραγωγοί έχουν καταφέρει να σηκώσουν ψηλά τη σημαία του Ξινόμαυρου, κάνοντάς το μια ποικιλία εφάμιλλη του ιταλικού Nebbiolo, καθώς έχει πλέον πείσει ότι είναι σε θέση να δώσει όχι απλώς εξαιρετικά αλλά μεγάλα κόκκινα κρασιά δεκτικά βαθιάς παλαίωσης, με μεγάλη αρωματική πυκνότητα, φινέτσα και πολυπλοκότητα, αλλά και με πλούσια γεύση με εξαιρετικής ποιότητας τανινικό δυναμικό, ιδιότυπο χαρακτήρα, καλή οξύτητα, μεγάλη διάρκεια, μα πάνω απ’ όλα αυθεντική καταγωγή.

Το «αντίπαλο δέος», από την άλλη, η διάσημη ποικιλία της Νεμέας, το Αγιωργίτικο, δείχνει να έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση τουλάχιστον με το έτερο μεγάλο κόκκινο σταφύλι της χώρας. Δεν υπάρχουν εξελίξεις και νέα από τη Νεμέα. Κάπου τα πράγματα έχουν βαλτώσει, δεν βλέπουμε θεαματικές προσπάθειες, δεν ακούμε για κάποια Νεμέα που έχει καταφέρει να κάνει τη διαφορά. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι ένα. Γιατί συμβαίνει αυτό, τη στιγμή που στη βόρειο Ελλάδα το Ξινόμαυρο μεγαλουργεί. Αναλύοντας την όλη κατάσταση πιστεύω πως οι λόγοι που το Αγιωργίτικο έχει μείνει πίσω είναι κυρίως δύο. Ο πρώτος είναι πολύ μα πολύ απλός. Δεν έχει τις δυνατότητες του Ξινόμαυρου. Δεν μπορεί, με λίγα λόγια, το Αγιωργίτικο να δώσει εύκολα το μεγάλο, πολύπλοκο και ιδιότυπο κόκκινο που μπορεί να δώσει το Ξινόμαυρο. Δεν κομίζει πρόταση ετερότητας το Αγιωργίτικο, δεν έχει, ως φαίνεται, τα φόντα να το κάνει. Έχει όμως άλλα προικιά. Είναι σαφώς πιο βαθύχρωμο από το Ξινόμαυρο, σαφέστατα πιο φρουτώδες και είναι πολύ πιο μαλακό γευστικά, χάρη στις ήπιες τανίνες του και την τιθασευμένη οξύτητά του. Είναι γευστικά προσβάσιμο σε συντομότερο χρονικό διάστημα, μια και τη στιγμή που το Ξινόμαυρο απαιτεί πια μία δεκαετία για να πιάσει τον ποιοτικό του κολοφώνα το Αγιωργίτικο χρειάζεται μόλις τρία με τέσσερα χρόνια.

Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος, που κατά την άποψή μου το Αγιωργίτικο δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την αφάνεια κι αυτός δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι οι παραγωγοί στη Νεμέα δεν επένδυσαν στο κομμάτι του αμπελώνα όσο οι συνάδελφοί τους της βορείου Ελλάδος. Υπάρχουν μεν οι εγγενείς αδυναμίες του Αγιωργίτικου σε σχέση με το Ξινόμαυρο, δεν έχει δε καταβληθεί συστηματική προσπάθεια σε επίπεδο αμπελώνα. Το Κτήμα Γαίας, για παράδειγμα, ξεκίνησε εξαιρετικά καλά με δύο φανταστικές εσοδείες, αυτές του 1997 και 1998, και μετά εμφάνισε μια μεγάλη κοιλιά. Δεν είδαμε εκείνο το τίναγμα προς τα μπρος. Ο Αϊβαλής εξαντλείται στο δρύινο βαρέλι και τις θεαματικές, άνευ περιεχομένου τιμές, ο Τσέλεπος κάτι πήγε να κάνει αλλά δεν το ολοκλήρωσε, ο Παπαϊωάννου κινείται κι αυτός σε μια ατέρμονη ευθεία, το Κτήμα Νέμειον ας μην μιλάμε για τιμές, ο φίλος μου ο Λαντίδης κάνει μια καλή Νεμέα αλλά ώς εκεί, ο Σκούρας κάνει καλά Αγιωργίτικα αλλά και διακόσιες άλλες ποικιλίες και ετικέτες, το Μηδέν Άγαν στον ίδιο παλμό, δεν θέλω να τους κακοκαρδίσω όλους αυτούς τους αγαπητούς φίλους και όσους άλλους δεν ανέφερα, αλλά κάπου το τέλμα είναι νομίζω ψηλαφητό. Σε έναν μόνο βγάζω το καπέλο ως προς το Αγιωργίτικο κι αυτός είναι κι ο μόνος που δεν βρίσκεται εντός της Νεμέας, στον Θανάση Παρπαρούση, που φτιάχνει την κορυφαία Νεμέα, τον Επιλεγμένο Οίνο, ο οποίος θεωρώ ότι είναι το πιο κομψό κόκκινο κρασί που παράγεται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πέρα από αυτό, δεν βλέπω κάτι άλλο ικανό να αποσπάσει την προσοχή μου. Εύχομαι και ελπίζω να το δω κάποια στιγμή στο μέλλον…

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε