|
Προς επίδοξους οινοποιούς
Ουσιώδες πρώτον: Να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για σύσταση αμπελώνα σε χαμηλό υψόμετρο. Και ο λόγος είναι πολύ, πάρα πολύ απλός. Η Κύπρος είναι καμίνι, ειδικά κατά τους κρίσιμους για το αμπέλι μήνες του θέρους, γεγονός που συντελεί στη φοβερή ταλαιπωρία των σταφυλιών, τα οποία καίγονται σε χαμηλά υψόμετρα επάνω στα κλήματα, αποδίδοντας ένα φρούτο «ψημένο», ανίκανο να δώσει κρασί με την παραμικρή έστω φινέτσα και το ελάχιστο επιθυμητό φρούτο. Τη στιγμή που γράφω ετούτες τις γραμμές, κάθομαι στο γραφείο μου στη Λευκωσία. Έξω οι πέτρες ζεματάνε και ο αγέρας είναι καυτός και βασανιστικός ακόμη και για την πιο σκληροτράχηλη ύπαρξη, μια και η θερμοκρασία αγγίζει τους 41 βαθμούς Κελσίου. Και επειδή το αμπέλι το φυτεύουμε σήμερα για να αποδώσει τα βέλτιστα μετά από 15 με 20 χρόνια, και συνεπώς θα πρέπει να βλέπουμε και ολίγον μακριά, ας θυμηθούμε ποιες είναι οι προγνώσεις για τα μεγέθη της θερμοκρασίας στη νήσο μας για τις επικείμενες δεκαετίες. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η Κύπρος θα είναι ένα αφιλόξενο καμίνι έως το 2050, ενώ αρκετές περιοχές της Μέσης Ανατολής και της βορείου Αφρικής θα καταστούν ουσιαστικά μη κατοικήσιμες. Όποιος λοιπόν διαθέτει σήμερα γη σε υψόμετρο που υπερβαίνει τα 1000 μέτρα, ας φυτέψει αμπέλι. Όποιου η γης κείται χαμηλότερα, ας καθίσει φρόνιμα, για να μην πάνε τα όνειρα, οι κόποι και τα χρήματά του χαμένα.
Εδώ, βεβαίως, υπεισέρχεται ένα ακόμη κρίσιμο θέμα, που έχει να κάνει με την ποικιλία ή τις ποικιλίες που θα πρέπει να επιλέξει κανείς να φυτέψει, δεδομένων των κλιματολογικών συνθηκών της χώρας. Γιατί, έστω κι αν φυτέψουμε αμπελώνα σε μεγάλο για τα δικά μας δεδομένα υψόμετρο, αυτός δεν πρόκειται να αποδώσει τα ποθούμενα, εάν δεν φιλοξενεί ανθεκτικές στις περιβαλλοντικές κυπριακές συνθήκες ποικιλίες. Ποιες είναι όμως αυτές; Εδώ, υπάρχουν πολλές και διάφορες απόψεις. Η άποψη του γράφοντος είναι ότι πρώτη και καλύτερη επιλογή είναι οι γηγενείς ποικιλίες, πρωτίστως για έναν και μόνο λόγο, γιατί έχουν διά μέσου των αιώνων εγκλιματιστεί στις τοπικές συνθήκες. Έχουν οι γηγενείς μας ποικιλίες προσαρμοστεί σιγά-σιγά στη ζέστη και στην ξηρασία του τόπου μας κι έχουν σταδιακά συνηθίσει στις όποιες θερμοκρασιακές αλλαγές έχουν επέλθει. Γι’ αυτό, το Ξυνιστέρι, το Μαραθεύτικο και το Μαύρο (που όλοι το έχουν για πέταμα) θαρρώ ότι αποτελούν τις ασφαλέστερες επιλογές για έναν επίδοξο οινοποιό. Προσωπικά επιμένω να λέω με κάθε ευκαιρία ότι τα καλύτερα τοπικά λευκά εξακολουθούν να παράγονται από Ξυνιστέρι και τα κορυφαία κόκκινα από Μαραθεύτικο. Πάρτε για παράδειγμα τα κόκκινα του οινοποιείου Αργυρίδη, τα οποία παράγονται από τα σταφύλια του ιδιόκτητου αμπελώνα στη Βάσα Κοιλανίου. Το καλύτερο από αυτά είναι το Μαραθεύτικο, έπεται το Mourvèdre και ακολουθεί το Merlot-Cabernet.
Και ακριβώς εδώ, με την αναφορά στο Mourvèdre, ερχόμαστε σε μία άλλη επιλογή, για όσους δεν αρκούνται στα ιθαγενή κρασοστάφυλα, που δεν είναι άλλη από τα σταφύλια της νοτίου Γαλλίας, κυριότερα των οποίων είναι το Grenache, το Syrah και το Mourvèdre, που ήδη έχω αναφέρει. Το πρώτο (Grenache), αν και είναι εξαιρετικό για τις ξηρές και θερμές συνθήκες της νήσου μας, δεν το βρίσκεις, καθώς για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι δεν προτιμήθηκε από τους αμπελουργούς μας. Το δεύτερο (Syrah) έχει φυτευθεί σε ικανοποιητικές ποσότητες και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να φυτεύεται, καθώς δίδει επιτυχημένα κόκκινα με βαθύ χρώμα, πυκνό και αρκετά φρουτώδες άρωμα και πλούσιο σώμα, με πιο ήπιες σε σχέση με το Cabernet Sauvignon τανίνες.
Και επειδή στα λευκά εισηγήθηκα μόνο το Ξυνιστέρι, θα πρότεινα ως εναλλακτική το Ασύρτικο της Σαντορίνης, μια εκπληκτική ποικιλία με μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα, η οποία είναι σε θέση να αποδώσει πλούσια και δεκτικά παλαίωσης λευκά, με γενναιόδωρη αλκοόλη και ατιθάσευτη οξύτητα. Τις προάλλες δοκίμασα ένα «απλό» Ασύρτικο στο Κτήμα Τέχνη Οίνου της Δράμας, της εσοδείας 2010, και ήταν καταπληκτικό! Ούτε παλαιωμένο Riesling να ήταν. Και στο ένα πέμπτο της τιμής. Γιατί όχι κι εμείς; |
|