πίσω | τύπωσε

Υπάρχουν άχρηστες ποικιλίες;



Η ποικιλία Grenache

Έχει, καλώς ή κακώς, καθιερωθεί πια στη συνείδηση όλων των φίλων του κρασιού ότι οι ποικιλίες οιναμπέλου δεν είναι όλες το ίδιο δυναμικές και το ίδιο ικανές να αποδώσουν οίνους υψηλής ποιότητας. Στα χείλια όλων έρχονται με περισσή ευκολία ονόματα ποικιλιών, όπως τα Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah, Chardonnay, Sauvignon Blanc, Riesling κτλ. Οι πιο ενημερωμένοι μπορούν να καλέσουν εύκολα στη μνήμη κάποια ακόμη κρασοστάφυλα, όπως τα Nebbiolo, Sangiovese, Tempranillo και ίσως μερικά άλλα. Πέρα όμως από αυτά τα οικεία σε όλους πια οινοστάφυλα, τι υπάρχει; Το χάος; Πέρα από τα κοσμοπολίτικα σταφύλια της Γαλλίας και τα πρωτοκλασάτα ονόματα των Ιταλών και των Ισπανών, τι στέκει; Είναι αυτό πιστεύω ένα ερώτημα καίριο, καθώς, εάν αποδεχθούμε την ανωτερότητα των προαναφερθεισών ποικιλιών, τότε ένα είναι το βέβαιον: ότι μας περιμένει η οινική μονοτονία. Πόσο πια θα πίνουμε αυτά τα κρασιά; Και πού πάει η μεγαλύτερη χαρά της κατανάλωσης κρασιού, που δεν είναι άλλη από την πολυσυλλεκτικότητα ποικιλιών και περιοχών προέλευσης;

 

Πιστεύω, λοιπόν, όσο απόλυτο κι αν αυτό ακουστεί, ότι όλες οι ποικιλίες οιναμπέλου είναι ικανές να δώσουν καλής ποιότητας κρασί. Ακόμη και αυτές που τις έχουμε ως τις πλέον παρακατιανές, όπως, για παράδειγμα, το δικό μας Μαύρο ντόπιο. Πιστεύω ότι, υπό προϋποθέσεις, όλες οι οινοποιήσιμες ποικιλίες μπορούν να αποδώσουν κρασί αποδεκτής ποιότητας, αρκεί να τις μεταχειρίζεται κανείς σωστά, τόσο σε επίπεδο αμπελώνα όσο και σε επίπεδο οινοποίησης. Προς επίρρωσιν των όσων λέγω θα αναφέρω ένα-δυο παραδείγματα. Η ποικιλία Grenache, λόγου χάρη, γνωστή στην Ισπανία και ως Garnacha, δεν θεωρείται από τις κορυφαίες της οικουμένης. Αν ρωτήσεις κάποιον οινοποιό, οινέμπορο, σομελιέ, απλό οινόφιλο, θα σου πει ότι είναι μια μάλλον μέτρια, άντε-άντε, ικανοποιητική ποικιλία. Είναι γεγονός ότι τα πλείστα κρασιά που κυκλοφορούν στην αγορά δεν αφορούν σε μονοποικιλιακά Grenache, αλλά σε οίνους στη σύνθεση των οποίων μετέχει, άλλοτε σε μικρότερες και άλλοτε σε μεγαλύτερες ποσότητες, η εν λόγω ποικιλία. Γνωστότερο παράδειγμα τα φημισμένα κρασιά της περιοχής Châteauneuf-du-Pape, στη νοτιοανατολική Γαλλία, στα οποία κατά κανόνα η ποικιλία συμμετέχει. Άλλο παράδειγμα τα αποκαλούμενα ως GSM (από τα αρχικά των ποικιλιών Grenache, Syrah, Mourvèdre), που οινοποιούνται στην Αυστραλία. «Εύκολα» κρασιά τα πλείστα GSM, με μπόλικο φρούτο και μαλακή γεύση. Απλά πράγματα, καθημερινά, συνήθως λογικά τιμολογημένα. Κάπου όμως αλλού, σε μια κώχη της γαλλικής επικράτειας, σε έναν αμπελώνα που ξεπερνά σε ηλικία τα 100 έτη, στο Châteauneuf-du-Pape μέσα, υπάρχει ένα μικρό οινοποιείο ονόματι Château Rayas, το κρασί του οποίου δεν σε κάνει, όταν το πίνεις, ραγιά αλλά βασιλιά των βασιλιάδων, καθώς πρόκειται για ένα συγκλονιστικό δώρο της φύσης, που υπογραμμίζει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι ακόμη και ποικιλίες που θεωρούνται μέτριες ή δεύτερης τάξης είναι ικανές να εκπλήξουν και να καταπλήξουν! Το Grenache, βλέπετε, στα αμπέλια του Château Rayas τρυγιέται από υπερήλικους αμπελώνες, οι οποίοι παράγουν ελάχιστο φρούτο αλλά εξαιρετικά συμπυκνωμένο και πλούσιο, που με τη σειρά του δίδει κρασί εξίσου πυκνό και πληθωρικό. Η καλλιέργεια και η εν γένει φροντίδα στον αμπελώνα, η οινοποίηση και η ωρίμαση σε δρύινα βαρέλια είναι όλα τόσο προσεγμένα και με τόση ακρίβεια μετρημένα και εκτελεσμένα, που το Grenache πια δεν είναι ένα απλό και σύνηθες Grenache, αλλά το σπάνιο απόσταγμα φροντίδας και γνώσης ενός μικρού μαέστρου της νοτίου Γαλλίας.

 

Το Μαυροτράγανο είναι ένα ακόμη παράδειγμα στο οποίο μπορεί κανείς να αναφερθεί. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η γηγενής της Ελλάδος αυτή ποικιλία είχε σχεδόν ξεχαστεί, καθώς δεν θεωρείτο προφανώς κάτι το σπουδαίο. Δεν θεωρείτο ίσως ικανή να δώσει ερυθρούς οίνους της κλάσης των μαλακών και κερασένιων Αγιωργίτικων ή των ιδιοσυγκρασιακών και πιο αρρενωπών Ξινόμαυρων της βορείου Ελλάδος. Μέχρι που ο Πάρις Σιγάλας αποφάσισε να την καλλιεργήσει στη Σαντορίνη, με έναν σαφή προσανατολισμό ευθύς εξαρχής, το μεγάλο κρασί. Και την έφερε στο οινικό προσκήνιο. Και την έκανε σχεδόν μόδα. Ο Σιγάλας δεν ήταν όμως μόνος στην όλη προσπάθεια. Είχε για συνοδό τον Ευάγγελο Γεροβασιλείου, ο οποίος επέλεξε να εντάξει σε ένα τριπλό χαρμάνι την ποικιλία, μαζί με τα επίσης ντόπια Μαυρούδι και Λημνιό, φτιάχνοντας το καλύτερο και πλέον δεκτικό παλαίωσης κόκκινο της γκάμας του, το Άβατον.

 

Στα πλαίσια αυτού του σκεπτικού πιστεύω πως όλες οι ποικιλίες οιναμπέλου, ακόμη και οι πλέον παραγκωνισμένες, μπορούν, υπό σαφείς προϋποθέσεις, να μας εκπλήξουν, αρκεί να έχουν την τύχη να βρεθούν στα χέρια ανήσυχων και γνωστικών αμπελουργών. Αρκεί να πιστέψει κάποιος σε αυτές. Έστω ένας, μόνο ένας…

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε