|
Να πας να κάνεις τι;
Και αυτό ακριβώς γύρεψα στην εν λόγω κάβα. Στο ένα της ράφι η γκάμα με τα ιταλικά κρασιά. Amarone των 80 και των 100 ευρώ, κάτι άλλα, από Corvina και πάλι οινοποιημένα κρασιά του Veneto, να σου προτείνονται στην πιο «λογική» τιμή των 50 και των 60 ευρώ. Πιο κάτω, στο ράφι με τα ιταλικά και πάλι, πέφτω πάνω σε κάτι Brunello των 80 ευρώ και σε κάτι άλλα Sangiovese των 60 και βάλε! Πλάι σ’ αυτά τα τεφαρίκια βλέπω να στέκουν τα ούτω καλούμενα Super Tuscan, κρασιά δηλαδή που παράγονται κυρίως από ξενικές ποικιλίες, κατά κύριο λόγο στην Τοσκάνη, στα κεντρικά της χώρας. Εκεί, το ίδιο τροπάρι και όποιον ο Χάρος πάρει! Εξήντα ευρώ το ένα, ενενήντα το άλλο, εκατόν πενήντα ένα τρίτο και πάει λέγοντας. Πιο κάτω τα γαλλικά, οι πριμαντόνες του Μπορντό, οι βεντέτες της Βουργουνδίας, οι βαρόνοι του Ροδανού, όλα κοστολογημένα σε δεκάδες ευρώ. Από 30 ευρώ και πάνω κάτι θα βρεις. Υπάρχουν, βεβαίως, και πεντέξι φθηνότερα, μόνον που είναι μάλλον μέτρια ποιοτικώς. Κάνω μερικά βήματα ακόμη και σταματάω στο ράφι με τα ισπανικά. Σ’ αυτό, εάν εξαιρέσω ένα-δυο κρασιά των 15 περίπου ευρώ, το ίδιο σκηνικό. Τώρα, τι να πάρεις από τούτο το μέρος, συλλογίστηκα; Δεν είχα και πολύ χρόνο για χάσιμο, οπότε πήρα ένα κόκκινο των 20 περίπου ευρώ από την Ισπανία και όδευσα προς το ταμείο, όπου ένας καλός κύριος πήρε το κρασί, το πέρασε από το μάτι της ταμειακής, το έβαλε σε μια νάιλον σακουλίτσα των 2 σεντ και μου το έδωσε να πάω στο καλό.
Μπαίνοντας στο αμάξι και οδεύοντας προς την οικία μου έκανα κάποιες σκέψεις. Η πρώτη είχε να κάνει με τη χρησιμότητα τέτοιων καταστημάτων. Έχουν κάποια ανάγκη να εξυπηρετήσουν αυτά τα μαγαζιά και, εάν ναι, σε ποιο ποσοστό του κυπριακού κοινού απευθύνονται; Στο 1 τοις εκατόν, στο 2%, στο 5% του πληθυσμού της χώρας, που εμφορείται από οινικό πάθος και ταυτόχρονα διαθέτει τα χρήματα να πίνει κρασιά των 60 και των 100 ευρώ; Ειλικρινά, διατηρώ πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσον υπάρχει πλέον κοινό για τέτοιους χώρους. Διερωτήθηκα, επίσης, εάν ένα κρασί των 20 ευρώ στο ράφι, το οποίο στο εξωτερικό είναι σαφώς φθηνότερο, θα σήκωνε, έστω για λόγους αστικής ευγένειας (που λέει και ο Μεϊμαράκης), μία μικρή έκπτωση της τάξης του 10%. Θα μου πείτε: «στις υπεραγορές σάς κάνουν έκπτωση κύριε, ιδιότροπε Κωνσταντίνου;» Όχι, βεβαίως, αλλά, από τη μια, στις υπεραγορές υπάρχουν και φθηνά κρασιά που είναι αξιόλογα, αλλά και κρασιά σε προσφορά και, από την άλλη, οι κάβες προτάσσουν ως ένα από τα πλεονεκτήματά τους έναντι των υπεραγορών ότι αντιμετωπίζουν τον πελάτη προσωπικά και όχι ως έναν ακόμη αριθμό. Και, σε αυτήν ακριβώς τη λογική βασιζόμενες, οι κάβες βάζουν συνήθως ένα κρασί σε μία πιο παρουσιάσιμη συσκευασία και όχι σε μία ευτελή νάιλον σακουλίτσα του μανάβη!
Δεν είναι όλες οι κάβες όμως ίδιες, για να είμαι δίκαιος και να μη γενικεύω. Υπάρχουν και λίγες που είναι σοβαρές, που επιλέγουν σωστά και κρασιά, αλλά και ωραίες συσκευασίες και που, βεβαίως, τιμολογούν λογικά. Και που συγχρόνως σέβονται τον πελάτη που θα ξεκινήσει από την άλλη άκρη ίσως της πόλης για να βρεθεί στο μαγαζί τους, απ’ όπου θα προμηθευτεί μερικά μπουκάλια καλού κρασιού. Δυστυχώς, όμως, κάποιες κάβες επιβεβαιώνουν τον γενικότερο κανόνα, ότι, δηλαδή, από την Κύπρο εκείνο που έχει παντελώς χαθεί, και από τις οικογένειες και από τα σχολεία και από τη δημόσια διοίκηση και από το εμπόριο είναι ένα: το σέβας. |
|