πίσω | τύπωσε

Να πας να κάνεις τι;



Πήρα τον δρόμο τις προάλλες, μια και είχα λίγο ελεύθερο χρόνο, και πήγα σε μία κάβα της πρωτεύουσας, την οποία πάει πολύς καιρός να επισκεφθώ. Όταν έφθασα, έκανα μια-δυο γύρες με το αμάξι, ώσπου βρήκα χώρο να σταθμεύσω, να παρκάρω, που λέμε εμείς οι Κύπριοι. Μπήκα λοιπόν μέσα στην κάβα και βρήκα τον χώρο όπως τον είχα αφήσει κατά την τελευταία μου επίσκεψη. Ζεστό, όμορφο, με ωραία και λειτουργικά ράφια και με κρασιά γνώριμα, ίδια και απαράλλακτα τόσα χρόνια, οι γνωστές μάρκες από τα ίδια τόσα χρόνια οινοποιεία. Οινοποιεία από κάθε γωνιά της υφηλίου, από όλες τις οινοπαραγωγές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου και από κάμποσες χώρες του Νέου Κόσμου, καθώς συνηθίσαμε να αποκαλούμε την Αυστραλία, τη Χιλή, την Αργεντινή, τις Η.Π.Α., τη Νότιο Αφρική και άλλες, «νεοφώτιστες» στα της αμπέλου και του οίνου χώρες. Ήθελα ένα καλό κρασάκι να το πάω δώρο το βράδυ της ίδιας μέρας, μια και θα δειπνούσα στο σπίτι κάποιων φίλων. Εδώ, όμως, αρχίζει το πρόβλημά μου! Επειδή όλοι οι φίλοι μου και οι γνωστοί, και όχι μόνο, γνωρίζουν την ενασχόλησή μου με το κρασί, όταν με καλούν και πάω αναμένουν από εμένα να παίρνω μία έστω φιάλη οίνου, αλλά τι οίνου; Οίνου εκλεκτού! Που, κατά κάποιους, σημαίνει και οίνου ακριβού. Τέλος πάντων, προσπαθώ πάντοτε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, να παίρνω ένα καλό, πολύ καλό, για την ακρίβεια, κρασί, το οποίο ψάχνω να είναι και λογικό στην τιμή. Καθώς είμαι άνθρωπος που κυκλοφορεί συχνά και που καταναλώνει καθημερινά κρασί στο σπίτι, κοιτάω για κανένα κρασί που να ξεχωρίζει μεν ποιοτικώς, να μην εξουθενώνει δε οικονομικώς.

 

Και αυτό ακριβώς γύρεψα στην εν λόγω κάβα. Στο ένα της ράφι η γκάμα με τα ιταλικά κρασιά. Amarone των 80 και των 100 ευρώ, κάτι άλλα, από Corvina και πάλι οινοποιημένα κρασιά του  Veneto, να σου προτείνονται στην πιο «λογική» τιμή των 50 και των 60 ευρώ. Πιο κάτω, στο ράφι με τα ιταλικά και πάλι, πέφτω πάνω σε κάτι Brunello των 80 ευρώ και σε κάτι άλλα Sangiovese των 60 και βάλε! Πλάι σ’ αυτά τα τεφαρίκια βλέπω να στέκουν τα ούτω καλούμενα Super Tuscan, κρασιά δηλαδή που παράγονται κυρίως από ξενικές ποικιλίες, κατά κύριο λόγο στην Τοσκάνη, στα κεντρικά της χώρας. Εκεί, το ίδιο τροπάρι και όποιον ο Χάρος πάρει! Εξήντα ευρώ το ένα, ενενήντα το άλλο, εκατόν πενήντα ένα τρίτο και πάει λέγοντας. Πιο κάτω τα γαλλικά, οι πριμαντόνες του Μπορντό, οι βεντέτες της Βουργουνδίας, οι βαρόνοι του Ροδανού, όλα κοστολογημένα σε δεκάδες ευρώ. Από 30 ευρώ και πάνω κάτι θα βρεις. Υπάρχουν, βεβαίως, και πεντέξι φθηνότερα, μόνον που είναι μάλλον μέτρια ποιοτικώς. Κάνω μερικά βήματα ακόμη και σταματάω στο ράφι με τα ισπανικά. Σ’ αυτό, εάν εξαιρέσω ένα-δυο κρασιά των 15 περίπου ευρώ, το ίδιο σκηνικό. Τώρα, τι να πάρεις από τούτο το μέρος, συλλογίστηκα; Δεν είχα και πολύ χρόνο για χάσιμο, οπότε πήρα ένα κόκκινο των 20 περίπου ευρώ από την Ισπανία και όδευσα προς το ταμείο, όπου ένας καλός κύριος πήρε το κρασί, το πέρασε από το μάτι της ταμειακής, το έβαλε σε μια νάιλον σακουλίτσα των 2 σεντ και μου το έδωσε να πάω στο καλό.

 

Μπαίνοντας στο αμάξι και οδεύοντας προς την οικία μου έκανα κάποιες σκέψεις. Η πρώτη είχε να κάνει με τη χρησιμότητα τέτοιων καταστημάτων. Έχουν κάποια ανάγκη να εξυπηρετήσουν αυτά τα μαγαζιά και, εάν ναι, σε ποιο ποσοστό του κυπριακού κοινού απευθύνονται; Στο 1 τοις εκατόν, στο 2%, στο 5% του πληθυσμού της χώρας, που εμφορείται από οινικό πάθος και ταυτόχρονα διαθέτει τα χρήματα να πίνει κρασιά των 60 και των 100 ευρώ; Ειλικρινά, διατηρώ πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσον υπάρχει πλέον κοινό για τέτοιους χώρους. Διερωτήθηκα, επίσης, εάν ένα κρασί των 20 ευρώ στο ράφι, το οποίο στο εξωτερικό είναι σαφώς φθηνότερο, θα σήκωνε, έστω για λόγους αστικής ευγένειας (που λέει και ο Μεϊμαράκης), μία μικρή έκπτωση της τάξης του 10%. Θα μου πείτε: «στις υπεραγορές σάς κάνουν έκπτωση κύριε, ιδιότροπε Κωνσταντίνου;» Όχι, βεβαίως, αλλά, από τη μια, στις υπεραγορές υπάρχουν και φθηνά κρασιά που είναι αξιόλογα, αλλά και κρασιά σε προσφορά και, από την άλλη, οι κάβες προτάσσουν ως ένα από τα πλεονεκτήματά τους έναντι των υπεραγορών ότι αντιμετωπίζουν τον πελάτη προσωπικά και όχι ως έναν ακόμη αριθμό. Και, σε αυτήν ακριβώς τη λογική βασιζόμενες, οι κάβες βάζουν συνήθως ένα κρασί σε μία πιο παρουσιάσιμη συσκευασία και όχι σε μία ευτελή νάιλον σακουλίτσα του μανάβη!

 

Δεν είναι όλες οι κάβες όμως ίδιες, για να είμαι δίκαιος και να μη γενικεύω. Υπάρχουν και λίγες που είναι σοβαρές, που επιλέγουν σωστά και κρασιά, αλλά και ωραίες συσκευασίες και που, βεβαίως, τιμολογούν λογικά. Και που συγχρόνως σέβονται τον πελάτη που θα ξεκινήσει από την άλλη άκρη ίσως της πόλης για να βρεθεί στο μαγαζί τους, απ’ όπου θα προμηθευτεί μερικά μπουκάλια καλού κρασιού. Δυστυχώς, όμως, κάποιες κάβες επιβεβαιώνουν τον γενικότερο κανόνα, ότι, δηλαδή, από την Κύπρο εκείνο που έχει παντελώς χαθεί, και από τις οικογένειες και από τα σχολεία και από τη δημόσια διοίκηση και από το εμπόριο είναι ένα: το σέβας.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε