|
Δουλεύοντας για τους Γάλλους
Το Lugana, όπως και παραδίπλα θα διαβάσετε, οινοποιείται από την ομώνυμη, γηγενή ποικιλία, που, για την ακρίβεια, αποτελεί κλώνο του, επίσης γηγενούς, Trebbiano, γι’ αυτό και είναι ορθότερο να καλείται ως Trebbiano di Lugana. Αυτό το κρασί λοιπόν, στα 11 περίπου ευρώ που πωλείται στο ράφι της κάβας, είναι ένα λευκό που έχει λόγο και ρόλο ύπαρξης, καθώς, λόγω ακριβώς της ποικιλιακής ιδιαιτερότητάς του, αλλά και λόγω της ποιοτικής του στάθμης, μπορεί να αποτελέσει επιλογή. Το Valpolicella Ripasso, από την άλλη, είναι σαφώς πιο ενδιαφέρον και, εάν το Lugana είναι εξαίρετο, το Ripasso είναι εξαίρετο εις το τετράγωνο. Δοκίμασα την εσοδεία του 2012 και βίωσα (αυτό το ρήμα είναι κρίσιμο) μία αληθινή οινική εμπειρία. Βίωσα αυτή την εμπειρία, καθώς το ποικιλιακά ιδιόμορφο αυτό κόκκινο (Corvina, Rondinella, Molinara) με έκανε να ξαναβρεθώ κοντά σε γεύσεις άλλες, που από καιρό εις καιρό επιθυμώ να γεύομαι. Βίωσα όμως αυτή την εμπειρία για δύο ακόμη λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την αποκλειστικά ιταλική μέθοδο οινοποίησης του Ripasso, μια και Ripasso σημαίνει Valpolicella που μετά τη ζύμωση αφέθηκε να ωριμάσει για μερικές ημέρες επάνω στα στέμφυλα του Amarone, το μυθικού αυτού οινικού αρσιβαρίστα του Veneto. Ο δεύτερος, βεβαίως, έχει να κάνει με το απολύτως ζητούμενο, την ποιότητα αυτή καθεαυτή, η οποία ήταν πραγματικά υψηλής στάθμης. Για τα 15 περίπου ευρώ που το κρασί κοστίζει στο ράφι, λες και ξαναλές «χαλάλι».
Επιστρέφω τώρα στο διπλάσιας περίπου τιμής (28 ευρώ στο ράφι) Corvar του παραγωγού, ένα κόκκινο που οινοποιείται από τις ποικιλίες Corvina και Cabernet Sauvignon, όπως ήδη είπα. Με 16% αλκοολικό τίτλο. Με βαθύ κόκκινο χρώμα, μάλλον αρρενωπά και ελαφρώς αδρά αρώματα, γεμάτο γευστικά, μα, στ’ αλήθεια, σχεδόν αδιάφορο. Και, ως είναι φυσικό, διερωτώμαι από τη στιγμή που το δοκίμασα έως τώρα που γράφω, ποια ανάγκη οινική, γαστρονομική, διαφημιστική ή άλλη ωθεί τον διακεκριμένο αυτό παραγωγό της Ιταλίας να φτιάχνει τούτο το χαρμάνι. Και απάντηση δεν βρίσκω. Κάθε άλλο, μάλιστα, καθώς πιστεύω πως η παραγωγή και μόνο τέτοιων κρασιών αποβαίνει ζημιογόνα, όχι μόνο για τον ίδιο τον παραγωγό αλλά και για το σύνολο της ιταλικής οινοπαραγωγής. Δεν είναι λοιπόν μόνο κυπριακό το φαινόμενο της ενασχόλησης με τις γαλλικές ή άλλες ξενικές ποικιλίες. Έχουν κι άλλους λάτρεις τα λατρεμένα κρασοστάφυλα των Γάλλων. Είναι τόση η ομορφιά των Cabernet, των Merlot, των Syrah, των Chardonnay και όλων των λοιπών ποικιλιακών αστέρων που οι αντιστάσεις εξανεμίζονται. Το να φτιάξει κανείς ένα Cabernet είναι το πιο εύκολο πράγμα στη γη. Το να το πωλήσει σ’ ένα αδαές κοινό είναι το δεύτερο πιο εύκολο πράγμα στη γη. Το να πορευθεί όμως κανείς επί μακρόν μαζί του και να κτίσει καριέρα είναι ίσως το πλέον δύσκολο. Ειδικά εάν λέγεσαι Zeni και αναπνέεις στην κοιτίδα μέσα του Amarone, του Valpolicella, της Corvina και της Rondinella. Την ώρα που πιάνεις στα χέρια σου το Cabernet και το μπήγεις στη γη σου, χώνεις μαχαιριά στην καρδιά του «είναι» σου, αυτοακυρώνεσαι ως αμπελουργός και ως παραγωγός. Και παίζεις, άθελά σου ίσως, το παιγνίδι των Γάλλων, δουλεύεις γι’ αυτούς, για να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στην παγκόσμια οινική σκηνή, για να εδραιώσουν τη θέση τους ως η δύναμη η κραταιά από την οποία όλα εκκινούν. Λόγια απόλυτα, θα πουν ίσως κάποιοι, υπερβολές, ακρότητες. Ίσως, αλλά σκεφθείτε λίγο. Γιατί οι Γάλλοι δεν έχουν γεμίσει τη γη τους με Nebbiolo; Είναι λίγο σταφύλι το Nebbiolo; Γιατί δεν φυτεύουν Sangiovese, Corvina, Tempranillo; Είναι λίγα σταφύλια αυτά; Είναι άξια καταφρόνησης τα σταφύλια από τα οποία γεννώνται οίνοι της κλάσης των Barolo, των Rioja ή των Brunello; Κάποιοι θα σπεύσουν να διατρανώσουν ότι οι Γάλλοι δεν τα ’χουν ανάγκη, γι’ αυτό και δεν τα προτιμούν, μια και έχουν έναν σωρό εκλεκτές ποικιλίες οιναμπέλου. Σάμπως οι Ιταλοί έχουν ανάγκη τα Cabernet και τα Merlot; Οι Ισπανοί μήπως;
Ίσως έχω κουράσει με την «εμμονή» μου με τις γηγενείς ποικιλίες, αλλά δεν θα σταματήσω να προβάλλω αυτή την «εμμονή» όσο πιστεύω ότι το μέλλον βρίσκεται στην ιδιαιτερότητα, την αυθεντικότητα και την προσήλωση στην καλώς νοούμενη αμπελουργική και οινοποιητική παράδοση. Κι ας δείχνω μονόχνοτος. Και ακοινώνητος. Και στουρνάρι. |
|