|
Η κρισιμότητα του υψομέτρου
Το Ξυνιστέρι, που έφθασε κοντά μου ολόφρεσκο και χωρίς ακόμη ετικέτα, ήταν ένα πρασινοκίτρινο, λαμπερό χρωματικά κρασί, που σε προϊδέαζε θετικά. Στη μύτη ήταν καθόλα φρέσκο, καθάριο, φρουτώδες και συνάμα ανθώδες, ένα λευκό δροσιάς και νιότης. Το σπουδαιότερο δε απ’ όλα ήταν ότι θύμιζε περισσότερο Sauvignon Blanc παρά Ξυνιστέρι! Ήταν τέτοια τα λεμόνια, τα εσπεριδοειδή και τα λεπτά αρώματα πράσινων χόρτων στο κρασί, που θα στοιχημάτιζες ότι πρόκειται για Sauvignon Blanc από ψυχρό κλίμα. Την ίδια εικόνα έλαβα και τότε, όταν πρωτοδοκίμασα τον γνωστό πια σε όλους Πετρίτη του Οινοποιείου Κυπερούντας, αλλά και ένα άλλο, άγνωστο λευκό, τον Αθέφτη, που οινοποιείται σε ερασιτεχνικό μάλλον επίπεδο από τα αδέλφια Αναστασίου στα Λαγουδερά της Πιτσιλιάς, που βρίσκονται κι αυτά «κατωθκιόν της Μαδαρής». Η Μαδαρή, στις πλαγιές της οποίας φύονται πολλά από τα αμπέλια που αποδίδουν και τα τρία προαναφερθέντα λευκά, είναι η δεύτερη σε υψόμετρο βουνοκορφή της Κύπρου (μετά τον Όλυμπο). Το ύψος της στην κορυφή φθάνει τα 1613 μέτρα, ενώ αμπέλια καλλιεργούνται μέχρι τα 1450 περίπου μέτρα. Η μέση μέγιστη θερμοκρασία είναι 32˚C το καλοκαίρι, ενώ η μέση ελάχιστη θερμοκρασία κυμαίνεται από 0 έως 3˚C τον χειμώνα. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι σε αυτές τις κλιματολογικές συνθήκες μπορούν να καλλιεργηθούν αμπελώνες, οι οποίοι δεν θα είναι, από τη μια, εκτεθειμένοι στις εξοντωτικά υψηλές θερμοκρασίες του κυπριακού θέρους, ενώ, από την άλλη, θα χαίρουν σαφώς περισσότερης βροχόπτωσης σε σχέση με αμπελώνες άλλων, χαμηλότερων υψομετρικά περιοχών της νήσου και συνεπώς πιο ξηρών και θερμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα σταφύλια να υπόκεινται σε μικρότερο υδατικό στρες, αλλά, το σπουδαιότερο, να ωριμάζουν αβίαστα και σταθερά, αποφεύγοντας τα αρωματικά και γευστικά «εγκαύματα» του κυπριακού καλοκαιριού. Σκεφθείτε πόσο πιο φίνα αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά έχει ένα κρασί από Ξυνιστέρι που μεγαλώνει στη Μαδαρή, στα 1300-1400 μέτρα, σε σχέση με ένα ομοποικιλιακό που προέρχεται από αμπελοτόπια χαμηλότερων περιοχών, όπου συχνά η θερμοκρασία φθάνει (και ενίοτε ξεπερνάει) τους 40οC, την ώρα που στη Μαδαρή η μέγιστη συνήθως θερμοκρασία κατά τους θερινούς μήνες δεν ξεπερνάει τους 32οC. Ένα Ξυνιστέρι από μεγάλο υψόμετρο δεν παρουσιάζει, όμως, μόνο το πλεονέκτημα της αρωματικής και γευστικής φρεσκάδας και φινέτσας, αλλά αποκτά και άλλες, πολύτιμες διαστάσεις, όπως αυτή της δυνατότητας παλαίωσης. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι για να έχει δυνατότητες σοβαρής εξελικτικής παλαίωσης ένα λευκό θα πρέπει να προέρχεται συνήθως από ψυχρά ή μάλλον ψυχρά κλίματα. Και το ψυχρότερο κλίμα που έχουμε στην αμπελοοινική Κύπρο και στο οποίο μπορούν να φυτευτούν και να καλλιεργηθούν αμπέλια είναι αυτό της Μαδαρής.
Δεν είμαι ακόμη σε θέση να γνωρίζω πώς θα εξελιχθεί το λευκό του φίλου Χρήστου, που προ ημερών δοκίμασα, είμαι όμως περίεργος να το ξαναδοκιμάσω σε έναν χρόνο από τώρα, για να δω την αρωματική και γευστική του εξέλιξη. Το ροζέ, επίσης, που δοκίμασα, είχε παρόμοια χαρακτηριστικά φρεσκάδας και φρούτου με το λευκό, αν και σε μικρότερο βαθμό είναι η αλήθεια. Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση είναι σίγουρα το αρωματικό και γευστικό προφίλ του Ξυνιστεριού, που θα μπορούσε να πείσει ακόμη και έναν ειδικό στα περί κυπριακού κρασιού ότι πρόκειται για Sauvignon Blanc ή, τέλος πάντων, για ποικιλία άλλη εκτός από Ξυνιστέρι! Και αυτό είναι που αξίζει κανείς να κρατήσει και να εξετάσει. Κυρίως δε να το εξετάσουν οι οινοποιοί μας και όσοι συνεχίζουν να φυτεύουν αμπέλια σε χαμηλό υψόμετρο, κάτω των 1000 μέτρων. Γιατί, έχω προσωπικώς πια καταλήξει πως για να βγούμε με αξιώσεις πέρα από τα στενά, δικά μας σύνορα και να προτείνουμε κάποια τουλάχιστον κρασιά στο εξωτερικό, θα πρέπει να επενδύσουμε όχι μόνο στις τοπικές ποικιλίες αλλά και στο μεγάλο υψόμετρο. |
|