|
Οι άθλιοι
Ταράχθηκα όταν διάβασα όλα αυτά τα κακεντρεχή σχόλια, όταν είδα μαζεμένη στην οθόνη του υπολογιστή μου τόση χολή, τόση μιζέρια, τόση χαιρεκακία. Να μαθαίνεις ότι ένας συμπολίτης σου πέφτει θύμα κλοπής από επιτήδειους και, αντί να συμπάσχεις και να συμπονάς, να χαίρεσαι γιατί, κατά την άποψή σου, αυτός που είχε τον πίνακα ήταν σίγουρα φοροφυγάς, απατεώνας ή δεν ξέρω τι! Αυτό είναι το επίπεδό μας, αυτή είναι η ανατροφή μας, αυτή είναι η εν γένει παιδεία μας. Να ευχαριστιόμαστε με τη θλίψη του άλλου, να αισθανόμαστε ικανοποίηση με τη βαναυσότητα της κλοπής, με το βίωμα του να εισβάλλει κανείς στο σπίτι σου και να ρημάζει ό,τι ωραιότερο και ό,τι πολυτιμότερο έχεις. Και να μην έχουμε την ελάχιστη εκείνη αξιοπρέπεια, που θα μας εμποδίσει, τουλάχιστον, να αναρτήσουμε την εμπάθειά μας σε μία μεγάλης αναγνωσιμότητας ιστοσελίδα. Τέτοια ζώα είμαστε μερικοί!
Αυτή η ιστορία με τον πίνακα του Ντεγκά μού θύμισε μία άλλη, οινικής διάστασης ιστορία. Μου τη θύμισε η κλοπή του Ντεγκά, αλλά και μία επίσκεψη που έκανα προχθές σ’ έναν επιπλοποιό, στον οποίο πήγα δυο παλιές καρέκλες για επιδιόρθωση. Με ρώτησε αυτός ο άνθρωπος να του πω κάποια πολύ καλά κυπριακά κρασιά, γιατί λέει του αρέσει το καλό κρασί. Μεταξύ άλλων, του ονομάτισα και τον Πετρίτη, για τον οποίο του μίλησα με πολύ κολακευτικά λόγια (δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά και κάποιοι με ψέγουν γι’ αυτό). Όταν λοιπόν ανέφερα το όνομα Πετρίτης, ο άνθρωπος αυτός έγινε έξαλλος! Άρχισε να ανεμίζει τα χέρια του πέρα-δώθε και να λέει: «Μην μου λες εμένα, φίλε μου, για τον Πετρίτη. Από τότε που γίνονται οι σικέ διαγωνισμοί, δεν τον αγοράζω»! Έμεινα ασάλευτος. Μιλούσα με κάποιον άνθρωπο που δεν είχε, απ’ ό,τι κατάλαβα, κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις στα περί οίνου, ο οποίος ήταν εντούτοις πεπεισμένος για το κίβδηλο των Κυπριακών Διαγωνισμών Οίνου.
Και δεν είναι ο μόνος. Από τον καιρό των πρώτων διοργανώσεων μέχρι σήμερα, έχω ακούσει ουκ ολίγους, σχετικούς και άσχετους, να ομιλούν για το παραχαραγμένο των εν Κύπρω διαγωνισμών οίνου. Επί όλων των προεδρείων και επί όλων των κριτικών επιτροπών, εκτοξεύθηκαν μύριες κατηγορίες. Σκοτεινά συμφέροντα, αγορασμένοι από τα πλούσια αφεντικά κριτές, στημένες γευστικές δοκιμές και άλλα θλιβερά έδιναν και έπαιρναν χωρίς σταματημό. Λίγοι δέχθηκαν το προφανές, ότι, δηλαδή, ένα κρασί διακρίνεται σε σταθερή βάση γιατί διαθέτει υψηλή ποιότητα. Λίγοι κατάφεραν να ξεπεράσουν το οινικό εγώ τους και να αποδεχθούν ότι το κρασί του άλλου, του πλούσιου έστω, είναι καλύτερο από το δικό τους. Στο μυαλό πολλών ο πλούσιος, είτε κρασί κάνει, είτε πίνακα εκατομμυρίων διαθέτει, είτε σπίτι πολυτελείας έχει ή δεν ξέρω τι, αυτόματα φαντάζει ύποπτος, υπόλογος διαφθοράς, φοροκλοπής, υπόγειας συνδιαλλαγής.
Ως έναν βαθμό μπορώ να το κατανοήσω. Δεδομένου του σημερινού κλίματος που υπάρχει στο νησί και δεδομένων των οικονομικών και άλλων δυσχερειών που πολλοί διέρχονται, μπορώ, ως έναν βαθμό, να καταλάβω την καχυποψία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, ακόμη και την εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων της στιγμής. Αδυνατώ, παρά ταύτα, να αποδεχθώ όσους βλέπουν οίνους και οινοποιούς να διακρίνονται εντός και εκτός Κύπρου να σπέρνουν, από ανθρώπινη αδυναμία, έναν σωρό ζιζάνια. Αυτό θα πρέπει κάποια στιγμή να το ξεπεράσουμε όλοι. Να δείχνουμε το κρασί του άλλου και να λέμε: «Αυτό είναι καλό». Ή να έχουμε το μεγαλείο να πούμε: «Αυτό είναι καλύτερο από το δικό μου». Αν όχι δημόσια, να το ομολογήσουμε στον εαυτό μας, εν ανάγκη με συντριβή, αλλά να το ομολογήσουμε και να προσπαθήσουμε να κτίσουμε επάνω σ’ αυτήν την ομολογία ένα καλύτερο κρασί κι εμείς.
Ο φίλος Κώστας Σερέζης μού είπε κάποτε μία κουβέντα που του την είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά. Την είπε μία φορά και την κράτησα αμέσως, τόσο δυνατή και μεγαλειώδης ήταν. Με αυτήν θα κλείσω: «Είναι μεγαλείο ψυχής να λυπάσαι με τη λύπη του άλλου, αλλά ακόμη μεγαλύτερο μεγαλείο ψυχής είναι να χαίρεσαι με τη χαρά του». |
|