|
Υπάρχει χώρος για το Μαύρο;
Το Μαύρο όμως ήταν το κρασοστάφυλο που επί δεκαετίες στήριξε την οινοπαραγωγή σ’ αυτόν τον τόπο. Ήταν εκείνο το σταφύλι που έδιδε τη μεγάλη πλειοψηφία των ερυθρών και ερυθρωπών οίνων που επί σειρά ετών παράγονταν στο νησί. Και μαζί με το λευκό Ξυνιστέρι ήταν οι πρωταγωνιστές της οινικής σκηνής της χώρας για πάρα μα πάρα πολλά χρόνια. Επιπλέον, το Μαύρο είναι μέχρι σήμερα το ένα από τα δύο επιτρεπόμενα σταφύλια για την παραγωγή της περιώνυμης Κουμανδαρίας. Και δεν είναι λίγοι όσοι επιμένουν πως μπορεί το Ξυνιστέρι να δίνει καλύτερες Κουμανδαρίες, χωρίς όμως μία μικρή έστω παρουσία της ποικιλίας Μαύρο το τελικό χαρμάνι υστερεί σε βάθος και πολυπλοκότητα.
Είναι γεγονός πως τα δείγματα που έλαβα από τους Αλωνεύτες έκανα καιρό να τα δοκιμάσω, καθώς τα γεύτηκα, και για έκτακτους λόγους, με μεγάλη καθυστέρηση. Όταν όμως ήρθε η ώρα της γευστικής δοκιμής, μπορώ να πω ότι εξεπλάγην από το κρασί που είχα στο ποτήρι μου. Ανέμενα να γευτώ ένα υδαρές ερυθρό κρασί, με αδύναμο χρώμα και ισχνά αρώματα, χωρίς χαρακτήρα, σώμα και διάρκεια. Διαψεύστηκα όμως, σε βαθμό που διερωτόμουν εάν το κρασί που δοκίμαζα είχε οινοποιηθεί πράγματι αποκλειστικά από Μαύρο ντόπιο. Ας μην θεωρήσουν οι φίλοι αναγνώστες ότι δοκίμασα το σπουδαίο, το εξαίρετο κόκκινο. Όχι. Δοκίμασα όμως έναν οίνο που έστεκε τέσσερα χρόνια μετά τον τρύγο αρκετά καλά. Έναν οίνο αξιοπρεπή, που θα μπορούσες άνετα να τον εντάξεις στο καθημερινό σου τραπέζι. Και, ως ήταν φυσικό, διερωτήθηκα και πάλι, όπως και πολλές φορές στο παρελθόν, εάν ξέρουμε στ’ αλήθεια ποιο είναι αυτό το Μαύρο; Είναι πράγματι τόσο ευτελές και ασήμαντο αυτό το παραδοσιακό κρασοστάφυλο, που να δικαιολογεί όσους του έχουν αποστρέψει το βλέμμα; Προσωπικά, πιστεύω εδώ και καιρό ότι το Μαύρο δεν είναι για πέταμα. Απεναντίας, το θεωρώ αξιοπρεπή ποικιλία για κόκκινα κρασιά βραχυπρόθεσμης κατανάλωσης, αλλά και για ροζέ οίνους χαμηλής τιμολόγησης. Το Μαύρο μπορεί, κατά την άποψή μου, να προσφέρει λύσεις στο οινικό γίγνεσθαι του σήμερα, όπου αναζητούνται φθηνές και ποιοτικές συνάμα προτάσεις. Είναι φθηνό και μπορεί να ρίξει την τιμή του τελικού προϊόντος αισθητά. Δεν είναι, βεβαίως, όλα τα Μαύρα καλά. Μόνο όσα προέρχονται από μεγάλο υψόμετρο, άνω των χιλίων μέτρων, και από αμπελώνες χαμηλής στρεμματικής απόδοσης. Τα Μαύρα από τα ψηλά χωριά της Πιτσιλιάς, όπως η Άλωνα, το Φτερικούδι, ο Ασκάς, η Κυπερούντα, τα Χανδριά, τα Λαγουδερά και άλλα μπορούν να δώσουν οίνους που ίσως δεν φανταζόμαστε. Αρκεί να πιστέψουμε σ’ αυτούς και να κατευθύνουμε το αμπέλι προς το οινικό μοντέλο που επιδιώκουμε. Με το κατάλληλο κλάδεμα, με έλεγχο της στρεμματικής απόδοσης μέσω πράσινου τρυγητού και με άλλα πολλά που γνωρίζουν οι καλοί αμπελουργοί και οινολόγοι είμαι βέβαιος πως θα δούμε το Μαύρο με άλλο μάτι.
Το έγραψα και άλλοτε. Σκεφθείτε τι πιστεύαμε για το Ξυνιστέρι και τις δυνατότητές του μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Και θυμηθείτε τι Ξυνιστέρια είχαμε επί πολλά χρόνια στη διάθεσή μας. Απλοϊκά, άνευρα, υδαρή, συχνά πλαδαρά, τελείως ανίσχυρα απέναντι στον σαρωτικό γι’ αυτά χρόνο, καθώς διαλύονταν κυριολεκτικά μετά την παρέλευση έξι μηνών από τον τρύγο. Σήμερα έχουμε Ξυνιστέρια άλλα, πλούσια, αρωματικά, νευρώδη, σαφώς ανθεκτικότερα στον χρόνο, ενίοτε με δυνατότητες παλαίωσης που στο παρελθόν φάνταζαν απίθανες. Δεν λέω ότι το Μαύρο είναι η μεγάλη ποικιλία που θα μας λύσει όλα τα προβλήματά μας. Λέω όμως ότι της οφείλουμε τουλάχιστον μία ευκαιρία. Της οφείλουμε μία θέση στον ήλιο, να τη βγάλουμε για λίγο από την αφάνεια και την αχρησία στην οποία την έχουμε καταδικάσει και να δοκιμάσουμε να κάνουμε κάποια πράγματα με αυτήν. Θέτοντας όμως σαφείς προϋποθέσεις στον αμπελώνα, τις οποίες πιο πάνω περιέγραψα. Χωρίς προκαταλήψεις και προειλημμένες αποφάσεις, χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. |
|